ανακουνώ

ανακουνώ
(α) 1. μετ.
1) трясти, сотрясать; 2) взбалтывать; 3) качать, раскачивать; 4) перемешивать, мешать;

ανακουνιέμαι [ανακουνιοδμαι]

1) — передвигаться;

2) тревожиться, беспокоиться, волноваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανακουνώ" в других словарях:

  • ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] …   Dictionary of Greek

  • ανακουνώ — κούνησα, κουνήθηκα και κουνίστηκα, κουνημένος και κουνισμένος 1. ανακινώ, αναταράζω: Ανακούνησε το μπουκάλι κι ύστερα έβαλε στο ποτήρι. 2. συνταράζω, αναστατώνω: Ανακουνήθηκε ο τόπος από τα φουρνέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακούνημα — το [ανακουνώ] η ανακίνηση, ανατάραξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»